μεγαλομερῶς

μεγαλομερῶς
μεγαλομερής
consisting of large particles
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”